- σκοροδομίμητος
- σκοροδο-μίμητος [ῑ], όν,A resembling garlic,
φύσις Ar.Fr.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φύσις Ar.Fr.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοροδομίμητος — ον, Α (κωμική λ.) (στον Αριστοφ.) αυτός που μιμείται το σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + μιμητός (< μιμοῦμαι)] … Dictionary of Greek